μυριοστόλιστος

μυριοστόλιστος
η , ο разукрашенный, разряженный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μυριοστόλιστος" в других словарях:

  • μυριοστόλιστος — η, ο στολισμένος με πάρα πολλά κοσμήματα («μυριοστόλιστη νύφη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + στολίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»